πασίκλητος

πασίκλητος
-ον, Μ
(κυρίως το θηλ. ως επίθ. τής Θεοτόκου) αυτή την οποία επικαλούνται για βοήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι τού πᾶς + κλητός (< καλῶ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”